- -ύλλιο(ν)
- υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα -υλ(λ)ος* + κατάλ. -ιον (βλ. λ. -ιος). Παρ' όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε -ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε -υλ(λ)ος. Το επίθημα -ύλλιον χρησιμοποιήθηκε, εκτός από την καθαρά υποκορ. σημ. (πρβλ. ἀνθ-ύλλιον, ζω-ΰλλιον), με μειωτική σημ. (πρβλ. βρεφ-ύλλιον «υπερβολικά μικρό, καχεκτικό παιδί», ἐπ-ύλλιον «μικρό, ανάξιο λόγου ποίημα»). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται ελάχιστα παρ. σε -ύλλιο, με υποκορ. σημ. (πρβλ. δενδρ-ύλλιο, αλσ-ύλλιο).ΠΑΡ. ειδύλλιο(ν), επύλλιο(ν)αρχ.ἀνθύλλιον, βρεφύλλιον, δορύλλιον, ἑρπύλλιον, ζωΰλλιον, κεραμύλλιον, μειρακύλλιον, ξενύλλιον, στεγύλλιοννεοελλ.αλσύλλιο, δασύλλιο, δενδρύλλιο, κωμειδύλλιο.
Dictionary of Greek. 2013.