-ύλλιο(ν)

-ύλλιο(ν)
υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα -υλ(λ)ος* + κατάλ. -ιον (βλ. λ. -ιος). Παρ' όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε -ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε -υλ(λ)ος. Το επίθημα -ύλλιον χρησιμοποιήθηκε, εκτός από την καθαρά υποκορ. σημ. (πρβλ. ἀνθ-ύλλιον, ζω-ΰλλιον), με μειωτική σημ. (πρβλ. βρεφ-ύλλιον «υπερβολικά μικρό, καχεκτικό παιδί», ἐπ-ύλλιον «μικρό, ανάξιο λόγου ποίημα»). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται ελάχιστα παρ. σε -ύλλιο, με υποκορ. σημ. (πρβλ. δενδρ-ύλλιο, αλσ-ύλλιο).
ΠΑΡ. ειδύλλιο(ν), επύλλιο(ν)
αρχ.
ἀνθύλλιον, βρεφύλλιον, δορύλλιον, ἑρπύλλιον, ζωΰλλιον, κεραμύλλιον, μειρακύλλιον, ξενύλλιον, στεγύλλιον
νεοελλ.
αλσύλλιο, δασύλλιο, δενδρύλλιο, κωμειδύλλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλσύλλιο — το (υποκορ. τού άλσος) μικρό άλσος, δασάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + υποκορ. κατάλ. ύλλιο) …   Dictionary of Greek

  • δασύλλιο — το μικρό δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + (κατάλ.) ύλλιο*] …   Dictionary of Greek

  • δενδρύλλιο — το δεντράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (υποκοριστική κατάλ.) ύλλιο(ν)* (πρβλ. αλσύλλιο, δασύλλιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • ορύλλιο — το ανατ. καθένα από τα υποστρόγγυλα εξογκώματα τής παλάμης στη βάση τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρος (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. ύλλιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”